τζερεμές

τζερεμές
ο
πληθ. -έδες (λ. τουρκ.)
1. αδικαιολόγητο πρόστιμο ή ζημιά.
2. δύστροπο άλογο.
3. άνθρωπος νωθρός, αχαΐρευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τζερεμές — και ντζερεμές, ο, Ν 1. άδικο πρόστιμο 2. ζημία 3. δίστροπο, ατίθασο άλογο 4. άτομο νωθρό και φυγόπονο, τεμπέλης, παράσιτο, μπελάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cereme «πρόστιμο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”